τσούζω — τσούζω, έτσουξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. τσούζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσούζω — Ν 1. προκαλώ καυστικό πόνο («μέ έτσουξε το φάρμακο») 2. μτφ. πληγώνω κάποιον ηθικά, τόν θίγω («τόν έτσουξαν οι βρισιές του») 3. (αμτβ.) είμαι δριμύς, τσουχτερός (α. «τσούζει η γλώσσα μου») 4. φρ. «τό [ή τα] τσούζω» πίνω, μεθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
τσούξιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσούζω, καυστικός πόνος 2. πόση οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσούξ τού αορ. έ τσουξ α τού τσούζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
διέλκω — (Α) [έλκω] 1. ανοίγω διάπλατα 2. σέρνω, τραβώ μέσα από κάτι ή κάπου 3. τραβώ πλοία στην ξηρά 4. τραβώ, κινώ πάνω κάτω 5. συνεχίζω να πίνω, το τσούζω 6. παθ. (για χρόνο) παρατείνω 7. παθ. (για ανάγνωση χειρογράφων) διαβάζομαι ξεχωριστά,… … Dictionary of Greek
καταφλέγω — (AM καταφλέγω) (επιτ. τού φλέγω) 1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ 2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω («τόν καταφλέγει ο έρωτας») μσν. 1. καταδικάζω, τιμωρώ 2. πυρώνω μσν. αρχ. προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek
τσούχτρα — η, Ν 1. είδος μικρού εντόμου, τού οποίου το δάγκωμα προκαλεί τσούξιμο 2. κοινή ονομασία σκυφοζώων που ανήκουν στην υφομοταξία σκυφομέδουσες και τα οποία, όταν τά αγγίξει κανείς, προκαλούν οδυνηρό κνησμό και ερύθημα 3. μτφ. (για πρόσ.) δηκτικός,… … Dictionary of Greek